- μνησομαι
- μνήσομαιIfut. к μιμνῄσκομαιII
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μνήσομαι — μιμνήσκω remind aor subj mid 1st sg (epic) μιμνήσκω remind fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήσομ' — μνήσομαι , μιμνήσκω remind aor subj mid 1st sg (epic) μνήσομαι , μιμνήσκω remind fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek